βρομόγλωσσα

βρομόγλωσσα
η
1. γλώσσα χυδαία, που μιλάει αισχρά: Καταλήξαμε σε καβγά με τη βρομόγλωσσά σου.
2. άνθρωπος συκοφάντης, χυδαίος: Η γυναίκα του είναι μια βρομόγλωσσα, που την τρέμει όλη η γειτονιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βρομόγλωσσα — η 1. γλώσσα που αισχρολογεί 2. (για άνθρωπο) αισχρολόγος, συκοφάντης …   Dictionary of Greek

  • βρόμα — η 1. κακοσμία, δυσωδία 2. ακαθαρσία 3. (για γυναίκα) ανήθικη, πόρνη 4. (για άντρα) αισχρός, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι), με υποχωρητικό σχηματισμό ή < αρχ. βρώμα «δυσώδης φαγέδαινα του στόματος». Περισσότερα για την ετυμολογία και τη… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”