- βρομόγλωσσα
- η1. γλώσσα χυδαία, που μιλάει αισχρά: Καταλήξαμε σε καβγά με τη βρομόγλωσσά σου.2. άνθρωπος συκοφάντης, χυδαίος: Η γυναίκα του είναι μια βρομόγλωσσα, που την τρέμει όλη η γειτονιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.